- βαρύφθογγος
- βαρύφθογγοςloud-roaringmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρύφθογγος — βαρύφθογγος, ον (Α) 1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο 2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους … Dictionary of Greek
βαρύφθογγον — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem acc sg βαρύφθογγος loud roaring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγοιο — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγοις — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγου — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγους — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγων — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγα — βαρύφθογγος loud roaring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγοι — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek